- τεσσαρεσκαιδεκαταία
- τεσσαρεσκαιδεκαταίᾱ , τεσσαρεσκαιδεκαταῖοςon the fourteenth dayfem nom/voc/acc dualτεσσαρεσκαιδεκαταίᾱ , τεσσαρεσκαιδεκαταῖοςon the fourteenth dayfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.